Μεικτό χωριό της επαρχίας Λεμεσού. Βρίσκεται περίπου 14 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης της Λεμεσού και 40 χιλιόμετρα ανατολικά της Πάφου και συνδέεται μαζί τους με σύγχρονο υπεραστικό δρόμο. Το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης της περιλαμβάνεται στο έδαφος των βρετανικών βάσεων Ακρωτηρίου - Επισκοπής. Η Επισκοπή είναι κτισμένη στους πρόποδες του αρχαίου Κουρίου με ένα εύφορο κάμπο να ξεδιπλώνεται προς τα νότια, σε υψόμετρο 60 μέτρων κοντά στη δυτική όχθη του ποταμού Κούρη και δεσπόζει του κόλπου του Κουρίου.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα, που βρίσκονται σε όλη σχεδόν την περιοχή της κοινότητας, φανερώνουν ότι κατά την αρχαιότητα η Επισκοπή συνδεόταν με την πόλη του Κουρίου. Κατά τους πρώτους αιώνες μετά Χριστό, η Επισκοπή διαδέχθηκε το Κούριο σαν κέντρο της περιοχής και έδρα επισκόπων. Σύμφωνα μάλιστα με αυτή την άποψη το χωριό οφείλει την ονομασία του στο γεγονός ότι ήταν έδρα επισκόπων. Η έδρα καταργήθηκε κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας (μετά το 1222) όταν οι oρθόδοξες επισκοπικές έδρες του νησιού μειώθηκαν από 14 σε 4.
Ο Μας τε Λατρί δίνει την πληροφορία ότι τον 13ον αιώνα η Επισκοπή ανήκε στην ευγενή οικογένεια του Ιωάννη ντ΄Ιμπελέν, κόμητα της Γιάφφα. Τον 14ον και 15ον αιώνα το χωριό ήταν γνωστό με την ονομασία La Piscopia dei Cornari (Η Επισκοπή των Κορνάρο) και ανήκε στην οικογένεια των Κορνάρο από την οποία προέρχεται και η τελευταία βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη Κορνάρο. Την Επισκοπή είχε δωρίσει προς την οικογένεια Κορνάρο ο βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος ο Α΄.
Η βροχόπτωση στη περιοχή κυμαίνεται γύρω στα 460 χιλιοστόμετρα. Οι κύριες καλλιέργειες είναι τα αμπέλια (οινοποιήσιμες και επιτραπέζιες ποικιλίες), τα εσπεριδοειδή (λεμόνια, γκρέιπφρουτ) τα λαχανικά, τα όσπρια, τα κτηνοτροφικά φυτά και τα σιτηρά. Στο παρελθόν καλλιεργούνταν στη περιοχή βαμβάκι και σε παλαιότερες εποχές το ζαχαροκάλαμο. Η κτηνοτροφία του χωριού είναι ανεπτυγμένη και περιλαμβάνει σύγχρονες κτηνοτροφικές μονάδες. Η ανεπτυγμένη αγελαδοτροφία καθιστά το χωριό τέταρτο στον τομέα αυτό στην επαρχία Λεμεσού. Η βιομηχανία περιορίζεται σε διάφορες μικρές δραστηριότητες όπως ραφή ειδών ενδύσεως, ξυλουργική και υποδηματοποιία.
Η μικρή απόσταση της Επισκοπής από την πόλη της Λεμεσού, αλλά και οι ευκαιρίες απασχόλησης στην περιοχή λόγω της λειτουργίας των βρετανικών βάσεων, η τουριστική αξιοποίηση των σημαντικών αρχαιολογικών χώρων, καθώς επίσης και η σπάνια φυσική ομορφιά της περιοχής, συνέβαλαν στην ραγδαία ανάπτυξη της κοινότητας μετατρέποντας την σε σύγχρονη κωμόπολη με όλες της ανέσεις και δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από τις πόλεις της Κύπρου.
Η Επισκοπή σήμερα διαθέτει ανάμεσα σε άλλα ιατρικές υπηρεσίες, τράπεζες και Σ.Π.Ε, εκπαιδευτικά ιδρύματα καθώς και περιφερειακό γυμνάσιο, γηροκομείο, ξενοδοχείο 4 αστέρων, αρχαιολογικό μουσείο, τουριστικές μονάδες, εστιατόρια, υπεραγορές, κέντρα αναψυχής, στάδια που μπορούν να φιλοξενήσουν πληθώρα αθλητικών εκδηλώσεων, κινηματογράφο, ταξιδιωτικό γραφείο, αστυνομικό σταθμό και αρκετά σωματεία και οργανώσεις.
Η Επισκοπή γνώρισε μεγάλες αλλαγές στην πληθυσμιακή της δομή. Το 1881 είχε 830 κατοίκους και ήταν το δεύτερο σε πληθυσμό χωριό της επαρχίας Λεμεσού. Το 1931 οι κάτοικοι ανήλθαν στους 1000 και το 1960 στους 1987. Ο αριθμός των Τουρκοκυπρίων κατοίκων της κοινότητας αυξήθηκε ιδιαίτερα μετά το 1964. Εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, αρκετοί από αυτούς που ήταν σε μικρές μειονότητες σε άλλα χωριά της επαρχίας Λεμεσού, μετακινήθηκαν στην Επισκοπή, όπως και σε άλλα χωριά, στο πλαίσιο των οδηγιών της Άγκυρας για δημιουργία στο νησί ισχυρών τουρκικών θυλάκων. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου, οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Επισκοπής εγκατέλειψαν το χωριό τους και μεταφέρθηκαν τον Γενάρη του 1975 στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στο χωριό Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες οι οποίοι στεγάστηκαν σε προσφυγικούς συνοικισμούς αυτοστέγασης. Το 1982 οι κάτοικοι του χωριού μαζί με τους πρόσφυγες ανήλθαν στους 2539 πράγμα που ανεβάζει το χωριό στην 8η θέση σε πληθυσμό της επαρχίας Λεμεσού.